αμφ(ι)-

αμφ(ι)-
Γλωσσ.
α' συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν -ι άλλοτε διατηρείται και άλλοτε εκθλίβεται. Σε άλλες περιπτώσεις, σε τύπους όπου το β' συνθετικό περιέχει δασύ φθόγγο, το δασύ -φ τού αμφ(ι) ανομοιούται στο αντίστοιχο ψιλό (πρβλ. ἀμπέχω, ἀμπίσχω).Σύνθετα με το αμφ(ι)- ἄμφια, ἀμφιβάλλω, ἀμφίβιος, ἀμφίβραχυς, ἀμφιδέξιος, ἀμφίδρομος, ἀμφιετηρίς, ἀμφιθαλής, ἀμφιθέατρο, ἀμφίκαρπος, ἀμφικλινής, ἀμφίκοιλος, ἀμφίκυρτος, ἀμφιπρόστυλος, ἀμφίπρυμνος, ἀμφίπρωρος, ἀμφίρροπος, ἀμφίστομος, ἀμφίστροφος, ἀμφιφανής, ἀμφορέας
αρχ.
ἀμφαγαπάζω, ἀμφαγαπῶ, ἀμφαγείρομαι, ἀμφαίσσομαι, ἀμφάκανθος, ἀμφαλείφω, ἀμφαλλάξ, ἀμφαλλάσσω, ἀμφαξονῶ, ἀμφαραβῶ, ἀμφαραβίζω, ἄμφαυξις, ἀμφαυτέω, ἀμφελελίζω, ἀμφιελίσσω και ἀμφελίσσω, ἀμφιέπω και ἀμφέπω, ἀμφέρχομαι, ἀμφέρω, ἀμφηγερέθομαι, ἀμφήκης, ἀμφημερινός και ἀμφήμερος, ἀμφήρης, ἀμφήριστος, ἀμφιάζω, Ἀμφίαλος, ἀμφίαλος, ἀμφιάνακτες, ἀμφιβαίνω και ἀμφιβάσκω, ἀμφίβληστρον, ἀμφιβόσκομαι, ἀμφίβοτος, ἀμφίβουλος, ἀμφιβράγχια, ἀμφίβροτος, ἀμφιβώμιος, Ἀμφιγένεια, ἀμφίγυος, ἀμφιδαίω, ἀμφιδάκρυτος, ἀμφίδασυς, ἀμφιδέω, ἀμφιδηριῶμαι, ἀμφιδινέομαι, ἀμφιδινεύω, ἀμφιδιόρθωσις, ἀμφίδοξος, ἀμφίδοχμος, ἀμφιδρόμια, ἀμφιδρυφής, ἀμφίδρυφος, ἀμφίδυμος, ἀμφιδύω, Ἀμφιδώρα, Ἀμφίδωρος, ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω, ἀμφίεργος, ἀμφιετής, ἀμφιέτηρος, ἀμφιζάνω, ἀμφιζευκτός, ἀμφίζωστος, ἀμφιθάλαμος, ἀμφιθάλασσος, ἀμφιθάλπω, ἀμφιθέατρος, ἀμφίθετος, ἀμφιθηγής, ἀμφίθηκτος, ἀμφιθλῶμαι, ἀμφιθνῄσκω, ἀμφιθόωχος, ἀμφιθρεπτός, ἀμφιθρῴσκω, ἀμφιίζομαι, ἀμφικαθέζομαι, ἀμφικαλύπτω, ἀμφικάρηνος, ἀμφίκαυστος, ἀμφικεάζω, ἀμφίκειμαι, ἀμφικίων, ἀμφικλύζω, ἀμφίκολλος, ἀμφίκομος, ἀμφίκρανος, ἀμφικρέμαμαι, ἀμφικρεμής, ἀμφίκρημνος, ἀμφικρύπτω, ἀμφικτίονες (και -κτύονες), ἀμφικυλίνδω, ἀμφικύμων, ἀμφικύπελλος, Ἀμφίλαος, ἀμφίλαλος, ἀμφιλαμβάνω, ἀμφιλαφής, ἀμφιλαχαίνω, ἀμφιλέγω, ἀμφίλινος, ἀμφίλοφος, ἀμφιλύκη, ἀμφίμακρος, ἀμφιμάομαι, ἀμφίμαλλος, ἀμφιμάρπτω, ἀμφιμάσχαλος, ἀμφιμάχομαι, ἀμφιμέλας, Ἀμφιμήδης, ἀμφιμήκης, ἀμφιμήτορες, ἀμφιμήτριος, ἀμφιμυκῶμαι, ἀμφινάω, ἀμφινεικής, ἀμφινέμομαι, ἀμφίνοος, ἀμφινωμῶ, ἀμφιξέω, ἀμφιορκία, ἀμφιπαλύνω, ἀμφιπάτορες, ἀμφίπεδος, ἀμφιπέλομαι, ἀμφιπένομαι, ἀμφιπερικτίονες, ἀμφιπέριξ, ἀμφιπεριπλάσσω, ἀμφιπεριστείνομαι, ἀμφιπεριστρέφομαι, ἀμφιπεριστρωφῶ, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀμφιπιάζω (και -πιέζω), ἀμφιπίπτω, ἀμφιπλάσσω, ἀμφιπλέκω, ἀμφίπλευρος, ἀμφίπληκτος, ἀμφιπλήξ, ἀμφιπλίσσω, ἀμφιπλύνω, ἀμφίπολις, ἀμφίπολος, ἀμφιπονοῦμαι, ἀμφιπορφύρεος, ἀμφιποτάομαι, ἄμφιπποι, ἀμφιπρόσωπος, ἀμφιπτυχή, ἀμφίπυλος, ἀμφίπυρος, ἀμφίρρυτος, ἀμφιρρώξ, ἀμφίρυτος, ἀμφίς, ἀμφίσκιος, ἀμφιστέλλομαι, ἀμφίστερνος, ἀμφιστεφανοῦμαι, ἀμφιστεφής, ἀμφίστημι, ἀμφιστρατῶμαι, ἀμφιστρεφής, ἀμφιστρόγγυλος, ἀμφίσφαιρα, ἀμφίσφαιρος, ἀμφισφάλλω, ἀμφίταπος, ἀμφιταράσσομαι, ἀμφιτειχής, ἀμφιτέμνω, ἀμφίτερμος, ἀμφιτίθημι, ἀμφιτιττυβίζω, ἀμφίτομος, ἀμφίτορνος, ἀμφιτρέμω, ἀμφιτρέχω, ἀμφιτρής, ἀμφίτριψ, ἀμφιτρομῶ, ἀμφιφαείνω, ἀμφίφαλος, ἀμφιφοβοῦμαι, Ἀμφιφοίτας, ἀμφιφορεύς, ἀμφιφράζομαι, ἀμφιφών, ἀμφιχανής, ἀμφιχάσκω, ἀμφιχέω, ἀμφιχολοῦμαι, ἀμφιχορεύω, ἀμφιχρίομαι, ἀμφίχρυσος, Ἀμφίων, ἄμφοδον, ἀμφόδων, ἀμφώδων, ἀμφώης και ἄμφωτος, ἄμφωτις, ἀμπέχω και ἀμπίσχω
αρχ.-μσν.
ἀμφαρίστερος, ἀμφαφάω, ἀμφηρεφής, Ἀμφίαστος, ἀμφιαχυῖα, ἀμφιάχω, ἀμφιγνοῶ, ἀμφιγνιωμονῶ, ἀμφίδουλος, ἀμφιδρανές, ἀμφιθέω, ἀμφίθυρος, ἀμφικέφαλος, ἀμφίκουρος, ἀμφιλογοῦμαι, ἀμφιτάπης, ἀμφιφαής, ἄμφοδος, ἀμφώβολος
μσν.
ἀμφιγενής, ἀμφίγλωσσος, ἀμφιδεής, ἀμφιδιαίνω, ἀμφικάθημαι, ἀμφικνεφής, ἀμφιλιπής, ἀμφιμερίζομαι, ἀμφιπεριτρύζω, ἀμφιρρηδής, ἀμφισπῶ, ἀμφιτράχηλος, ἀμφιφάω
μσν.- νεοελλ.
ἀμφίγειος, ἀμφίκοπος, ἀμφιρρεπής, ἀμφιταλαντεύομαι
νεοελλ.
αμφιάρθρωση, αμφιαστέρας, αμφιβιοτικός, αμφιβλαστίδιο, αμφιγάστριο, αμφίγνωμος, αμφιγνώμων, αμφιγονία, αμφιδιπλοειδές, αμφιδοχέας, αμφίεδρος, αμφιζύγιος, αμφίζυγος, αμφιθυμία, αμφίθυμος, αμφίκαμπτος, αμφικίνητος, αμφικροταφίδα, αμφίκυκλος, αμφιμασχάλια, αμφιμιξία, αμφιοξύς, αμφιρρέπω, αμφισημία, αμφίστολος, αμφιτελής, αμφιτρύωνας, αμφίφυλος. Κατά το πρότυπο αντιστοίχων λέξεων της Ελληνικής με α' συνθετ. το αμφι- πλάστηκαν πολλοί όροι της ξένης επιστημονικής ορολογίας (ελληνογενείς ή μη), οι οποίοι εισήχθησαν συχνά και στην επιστημονική ορολογία τής Νέας Ελληνικής
λ.χ. αγγλ. amphi-diploid (πρβλ. ελλ. αμφιδιπλοειδές), amphi-sexual (πρβλ. ελλ. αμφίφυλος), γαλλ. amphi-arthrose (πρβλ. ελλ. αμφιάρθρωση), γερμ. Amphi-gonie (πρβλ. ελλ. αμφιγονία) κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφ' — ἀμφί , ἀμφί abhitas indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμφ' — Ἄμφι , Ἄμφις fem voc sg Ἄμπαι , Ἄμπη fem nom/voc pl Ἄμπᾱͅ , Ἄμπη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμφ' — ἀμφί , ἀμφί abhitas indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • TITARESIUS vulgo TITARESO — TITARESIUS, vulgo TITARESO Hesach. Τιταρήσιος, ποταμὸς Η᾿πείρου. Ubi Gramaticus alias longe doctissimus suam in Geographicis inscitiam prodit: est enim Pieriae et Theslaliae fluvius, apud Pharsalum urbem fluens, longe ab Epiro. Sed fefellit cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… …   Dictionary of Greek

  • αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] …   Dictionary of Greek

  • αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • αμφώδων — ἀμφώδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση τού αρχ. φωνήεντος τής λ. σε ω (ἀμφ ώδων) λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”